σταμῖνες

σταμῖνες
σταμῖνες
Grammatical information: m. pl.
Meaning: `the standing up side-beams of a ship' (Poll. 1, 92, H., EM), acc. -ῖνας (Moschio ap. Ath.).
Other forms: Dat. -ῐ́νεσσι (ε 252, Nonn. D. 40, 446).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: As "stander" to ἵσταμαι with formation like ἑρμῑν-, ῥηγμῑν-, ὑσμῑν- and like these an ῑν-derivation from an μ- or μ(ε)ν-stem, which is also seen in στάμνος (s. v.). The short in σταμῐ́νεσσι may be due to the metre; s. Debrunner REIE 1, 1ff. (diff. Pisani Ist. Lomb. 73 : 2, 40f.). Uncertain. If the root was σταμ-, the word may well be PG [Pre-Greek].
Page in Frisk: 2,776

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σταμίνες — masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταμίνεσι — σταμίνες masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταμίνεσσι — σταμίνες masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταμίνεσσιν — σταμίνες masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταμίνων — σταμίνες masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • σκαλμός — (I) ο, ΝΜΑ, και σκαρμός, Ν ναυτ. μικρή κυλινδρική ράβδος από ξύλο ή μέταλλο, στερεωμένη κατακόρυφα στην κουπαστή βάρκας, στο ελεύθερο άνω άκρο τής οποίας προσδένεται με τροπωτήρα το κουπί νεοελλ. 1. ζωολ. κοινή ονομασία τού ψαριού Synodus saurus… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”